- φαυλοκρατία
- η, Νη επικράτηση τών φαύλων στην πολιτική ζωή, πολιτική εξαχρείωση.[ΕΤΥΜΟΛ. < φαύλος + -κρατία (< -κράτης < κράτος), πρβλ. αξιο-κρατία. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου].
Dictionary of Greek. 2013.